- διανοίγομαι
- διανοίγομαι, διανοίχτηκα και διανοίχθηκα, διανοιγμένος βλ. πίν. 22
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χαραδρούμαι — όομαι, ΜΑ [χαράδρα] (για τόπο) 1. σχηματίζω χαράδρα, αποκτώ χαράδρα, διανοίγεται χαράδρα στην επιφάνεια μου 2. είμαι γεμάτος χαράδρες αρχ. μτφ. διανοίγομαι, διευρύνομαι («οἱ πόροι χαραδροῦνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ξεχειλώνω — ξεχείλωσα, ξεχειλώθηκα, ξεχειλωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να χαλαρώσει: Τράβα, τράβα το ξεχείλωσες το ρούχο σου. 2. αμτβ., διανοίγομαι στις άκρες, ώστε να χάσω τη φόρμα μου: Ξεχείλωσε το πουλόβερ σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)